- κατάφυσις
- κατάφυσιςinsertionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφύσει — κατάφυσις insertion fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταφύσεϊ , κατάφυσις insertion fem dat sg (epic) κατάφυσις insertion fem dat sg (attic ionic) καταφύ̱σει , καταφύομαι aor subj act 3rd sg (epic) καταφύ̱σει , καταφύομαι fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφύσεις — κατάφυσις insertion fem nom/voc pl (attic epic) κατάφυσις insertion fem nom/acc pl (attic) καταφύ̱σεις , καταφύομαι aor subj act 2nd sg (epic) καταφύ̱σεις , καταφύομαι fut ind act 2nd sg καταφυσάω spray imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφύσεσι — κατάφυσις insertion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφύσεσιν — κατάφυσις insertion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφυσιν — κατάφυσις insertion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφυση — η (Α κατάφυσις) [καταφύομαι] ανατ. η πρόσφυση τού άκρου ενός μυός στο κινούμενο από αυτόν μέρος τού σώματος αρχ. το φυτό ψύλλιον … Dictionary of Greek
καταφύσεων — καταφύσεω̆ν , κατάφυσις insertion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφύσεως — καταφύσεω̆ς , κατάφυσις insertion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)